- ὡμολόγησαν
- ὁμολογέωto beaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατακτώμαι — άομαι, Α [κατακτῶμαι] 1. κυριεύω, κατακτώ κάτι μαζί με άλλον («τὴν δὲὲ νῆσον ὡμολόγησαν αὐτῷ συγκατακτήσασθαι», Διόδ.) 2. αποκτώ εξ ολοκλήρου κάτι μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek